- συγκατήγορος
- ὁ, Α [κατήγορος]ο από κοινού κατήγορος, ο εκτός από τον δημόσιο κατήγορο πληρεξούσιος δικηγόρος τού μηνυτή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατηγόρους — συγκατήγορος joint accuser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατηγορώ — συγκατηγορῶ, έω, ΝΑ [συγκατήγορος] 1. είμαι κατήγορος κάποιου μαζί με άλλον ή κατηγορώ μαζί περισσότερους από έναν («συγκατηγόρει μετ ἐκείνου σου καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν», Δημοσθ.) 2. (λογ.) αποδίδω μια ιδιότητα από κοινού με άλλους σε έναν ή σε… … Dictionary of Greek